πολικός

πολικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους
2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης
3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν εξ αποστάσεως ως ηλεκτρικά δίπολα καθώς και τις ουσίες στις οποίες περιέχονται αυτά
4. φρ. α) «πολικές περιοχές» — περιοχές κοντά στους πόλους τής Γης, όπου οι θερμοκρασίες είναι μικρότερες από 10° καθ' όλη τη διάρκεια τού έτους
β) «πολική αέρια μάζα» — εκτεταμένη μάζα αέρα που απαντά πάνω από την ξηρά ή τη θάλασσα στις περιοχές τού βόρειου ή τού νότιου πόλου
γ) «πολική απόσταση» — η γωνιώδης απόσταση ενός αστέρα από τον βόρειο πόλο τής ουράνιας σφαίρας η οποία μετρείται πάνω στον ωριαίο κύκλο από 0-180°
δ) «πολική αρκούδα» — κοινή ονομασία τού είδους Ursus maritimus
ε) «πολική ημέρα» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ τής εαρινής και τής φθινοπωρινής ισημερίας για τον βόρειο πόλο και μεταξύ τής φθινοπωρινής και τής εαρινής ισημερίας για τον νότιο πόλο, κατά τη διάρκεια τού οποίου ο Ήλιος παραμένει συνεχώς πάνω από τον ορίζοντα για έναν παρατηρητή τοποθετημένο στον αντίστοιχο πόλο
στ) «πολική μαγνητική υποκαταιγίδα» — μικρής διάρκειας γεωμαγνητικές μεταβολές που συνοδεύουν την εμφάνιση τού σέλαος στις πολικές περιοχές
ζ) «πολική μετεωρολογία» — η μελέτη τού καιρού και τού κλίματος τών αρκτικών και ανταρκτικών περιοχών τού πλανήτη μας
η) «πολική νύχτα» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ τής φθινοπωρινής και τής εαρινής ισημερίας για τον βόρειο πόλο και μεταξύ τής εαρινής και τής φθινοπωρινής ισημερίας για τον νότιο πόλο και κατά τη διάρκεια τού οποίου ο Ήλιος παραμένει συνεχώς κάτω από τον ορίζοντα για έναν παρατηρητή τοποθετημένο στον αντίστοιχο πόλο
θ) «δυτικοί άνεμοι πολικής νύχτας» — άνεμοι μουσωνικού τύπου που πνέουν στη στρατόσφαιρα
ι) «πολική προβολή» — προβολή τής γήινης επιφάνειας πάνω σε έναν επίπεδο χάρτη, όπως αυτή φαίνεται από ένα σημείο που βρίσκεται πάνω από τον βόρειο ή τον νότιο πόλο
ια) «πολική ταλάντωση» — άλλη ονομασία τού φαινομένου τής μεταβολής τών πλατών
ιβ) «πολικό διάγραμμα» — η διαμέριση ενός κύκλου σε κυκλικούς τομείς, τα εμβαδά τών οποίων είναι ανάλογα τών συχνοτήτων τών κατηγοριών σε ένα διάγραμμα
ιγ) «πολικοί ανατολικοί άνεμοι» — άνεμοι που πνέουν προς τα δυτικά και προς την κατεύθυνση τού ισημερινού ανάμεσα στις πολικές περιοχές και σε γεωγραφικά πλάτη 60° βόρεια ή νότια
ιδ) «πολικοί κύκλοι» — δύο μικροί κύκλοι παράλληλοι προς τον ισημερινό τής Γης οι οποίοι βρίσκονται σε γωνιακή απόσταση 23°-27° περίπου από τους πόλους και διαχωρίζουν τις εύκρατες από τις πολικές ζώνες
ιε) «πολικό κλίμα» — το κλίμα τών περιοχών γύρω από τον βόρειο και τον νότιο πόλο
ιστ) «πολικό μέτωπο» — το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στις αέριες μάζες πολικής και τροπικής προέλευσης
ιζ) «αεροχείμαρος πολικού μετώπου» — ρεύμα αέρα που παρατηρείται πάνω από το πολικό μέτωπο στις εύκρατες ζώνες και τών δύο ημισφαιρίων τής Γης
ιη) «πολικός αντικυκλώνας» — σύστημα ανέμων συνυφασμένο με μια ζώνη βαρομετρικών πιέσεων η οποία αναπτύσσεται πάνω από τις βορειότερες περιοχές τών ηπείρων τού βόρειου ημισφαιρίου κατά το ψυχρότερο ήμισυ τού έτους
ιθ) «πολικός άξονας» — ο άξονας περιστροφής ενός ουράνιου σώματος, δηλ. η νοητή ευθεία που είναι κάθετη προς το επίπεδο τού ισημερινού και συνδέει τους δύο πόλους τού σώματος
κ) «πολικός αστέρας» — ο λαμπρότερος αστέρας που φαίνεται να βρίσκεται πλησιέστερα προς τον βόρειο ή τον νότιο πόλο τής ουράνιας σφαίρας σε μια συγκεκριμένη εποχή
κα) «πολικό φως» — διαλείπον οπτικό φαινόμενο τής ανώτερης ατμόσφαιρας που εμφανίζεται συνηθέστερα στις περιοχές τών μεγάλων γεωγραφικών πλατών
κβ. «πολικό σωμάτιο»
βιολ. ένα από τα τρία μικρότερα και ανίκανα για εξέλιξη αδελφά κύτταρα τού ωαρίου, που παράγονται κατά τις δύο διαιρέσεις ωρίμασης τού ωοκυττάρου στο πλαίσιο τής ωογέννησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος. Ο τ. πολικός (αστήρ, κύκλος, ωκεανός) μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πόλο: Πολικός αστέρας. – Πολική ζώνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολικός αστέρας — (Αστρον.). Αστέρας που βρίσκεται κοντά στο βόρειο πόλο του ουρανού. Εξαιτίας του φαινομένου της μετάπτωσης των ισημεριών, ο βόρειος πόλος μετακινείται συνεχώς στον ουράνιο θόλο. Κατά συνέπεια ο πολικός αστέρας ποτέ δεν υπήρξε ο ίδιος, αλλά θα… …   Dictionary of Greek

  • Πολικός Αστήρ — Το πρώτο χρονολογικά ελληνικό ναυτικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1842 από τον Γεράσιμο Ζωχιό και αριθμεί ζωή 9 τευχών. Μεταξύ των συνεργατών του ήταν και ο Ανδρέας Μιαούλης …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • Άρκτος, Μικρή — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Έχει σχήμα άμαξας με τιμόνι, όμοιο σχεδόν με το σχήμα της Μεγάλης Άρκτου, αλλά μικρότερο. Περιστρέφεται κατά την ορθή φορά γύρω από τον Βόρειο Πόλο σαν να στηρίζεται στο ελεύθερο άκρο του τιμονιού.… …   Dictionary of Greek

  • μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… …   Dictionary of Greek

  • Βέγας — (Αστρον.). Ο λαμπρότερος αστέρας του αστερισμού της Λύρας. Σχηματίζει, μαζί με τον Αρκτούρο και τον Πολικό αστέρα, ένα τρίγωνο του οποίου κατέχει τη μία κορυφή. Έχει αστρικό μέγεθος 0,14 και απέχει από το ηλιακό σύστημα 28 έτη φωτός.… …   Dictionary of Greek

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”